Με νομοσχέδιο του υπουργείου δικαιοσύνης εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για την ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου. Το ν/σ προβλέπει την τιμώρηση της με οποιοδήποτε μέσο επικοινωνίας δημόσιας υποκίνησης ρατσιστικής βίας ή μίσους και του δημοσίου εγκωμιασμού ή άρνησης εγκλημάτων πολέμου, ναζισμού ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και την τιμώρηση ακόμη και με αναστολή ή ανάκληση άδειας λειτουργίας νομικών προσώπων, τα οποία ο δράστης τυχόν εκπροσωπεί. Είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο του 2011 κατάθεση παρόμοιου ν/σ από την κυβέρνηση τότε του ΠΑΣΟΚ, το οποίο όμως αποσύρθηκε και δεν τέθηκε ποτέ σε ψηφοφορίας λόγω αλλαγής κρατικής φρουράς.
Η ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου δεν είναι κάτι καινούργιο στην Ελλάδα. Η υποκίνηση σε πράξεις ρατσιστικής βίας και η εκφορά ρατσιστικού λόγου έχουν ποινικοποιηθεί εδώ και δεκαετίες με τον Ν. 927/1979, εντούτοις οι διατάξεις του νόμου αυτού έχουν πέσει σε αχρηστία με βασική εξαίρεση την υπόθεση Πλεύρη, όπου και εκεί λόγω της ασάφειας της αντικειμενικής / υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων αλλά και της δυσχέρειας απόδειξης ο κατηγορούμενος αθωώθηκε. Αυτό όμως που είναι καινούργιο είναι αφενός η ολοκληρωτική στροφή του εγχώριου συστήματος εξουσίας, που οδήγησε στην εκλογική άνοδο και είσοδο στη Βουλή της Χρυσής Αυγής, και αφετέρου η ψήφιση από το Συμβούλιο της ΕΕ της απόφασης – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, που προβλέπει την ποινικοποίηση της δημόσιας υποκίνησης ρατσιστικής βίας και υποχρεώνει την Ελλάδα σε ενσωμάτωση στο εθνικό της δίκαιο.
Η προσπάθεια αυστηροποίησης του υφιστάμενου πλαισίου για την ποινικοποίηση της εκφοράς ρατσιστικού μίσους γίνεται από το αστικό σύστημα εξουσίας με δύο βασικά κίνητρα. Κατ’ αρχάς, η Χρυσή Αυγή είναι η πολιτική δύναμη, που εκφράζει με πιο αυθεντικό τρόπο την ολοκληρωτική τάση του συστήματος εξουσίας. Στα πλαίσια αυτά η χρησιμοποίησή της είναι απαραίτητη αφενός για την αλλαγή της ατζέντας σε κεντρικό πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο, με τρόπο ώστε να περιστέλλονται αποτελεσματικά οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις με την βέλτιστη δυνατή ιδεολογική ηγεμονία, και αφετέρου για τη θέση του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος σε θέσεις άμυνας και οπισθοχώρησης από πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Είναι όμως αναμενόμενο πως όταν μεγάλα κοινωνικά κομμάτια ανταποκρίνονται στην κοινωνική μηχανική του συστήματος και συντηρητικοποιούνται με ακραίες μορφές, τότε θα βρίσκουν στέγη στους αυθεντικούς και όχι στους «ιμιτασιόν» φασίστες. Έτσι, η ήδη συρρικνωμένη δεξαμενή υποστήριξης της δεξιάς, που κυβερνά, δέχεται βαριές απώλειες από τους αυθεντικούς εκφραστές του ολοκληρωτισμού. Εντούτοις, η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου είναι αλυσιτελές εργαλείο για τη χαλιναγώγηση της ανόδου της Χρυσής Αυγής. Την ώρα που η κοινωνία νιώθει στο πετσί της τις απάνθρωπες επιπτώσεις της αστικής νομιμότητας, η χρησιμοποίηση της τελευταίας για τον περιορισμό του ναζισμού είναι σα να ρίχνεις λάδι στη φωτιά της ρητορικής περί «αντισυστημικότητας» της Χρυσής Αυγής. Εκτός αυτού, η κίνηση αυτή είναι άκρως υποκριτική, αφού εκπορεύεται από ένα σύστημα εξουσίας, που χτίζει στρατόπεδα συγκέντρωσης (βλ. αμυγδαλέζα), επαναφέρει την καταναγκαστική εργασία (βλ. επιστρατεύσεις), θέτει ολόκληρες περιοχές (βλ. Ιερισσό) και κοινωνικές ομάδες (βλ. μετανάστες, οροθετικούς, άστεγους) σε κατάσταση εξαίρεσης και αποχαλινώνει το βαθύ κράτος στις πλάτες των πιο αδύναμων ή των «επικίνδυνων» κοινωνικών τάξεων (βλ. ολοκληρωτισμό δίχως κρατικο/δικαιικές δικλείδες ασφαλείας). Ο ολοκληρωτισμός και οι ναζιστικές παραφυάδες του μπορούν μόνο να τσακιστούν από τη χειραφέτηση των φτωχών και των εξεγερμένων και σε καμία περίπτωση από την αστική νομιμότητα.
Το πιο βασικό όμως κίνητρο για την αυστηροποίηση από το σύστημα του ποινικού πλαισίου για τον ρατσιστικό λόγο είναι η χρήση του ως πρόσθετη «αιτιολογία» για την επικείμενη επίθεση στην κυκλοφορία των ριζοσπαστικών ιδεών. Όπως έχει πει ο καθηγητής Δημήτρης Καλτσώνης, ο στόχος της ποινικοποίησης των ιδεών, του φρονήματος, ήταν και είναι, φυσικά, ο περιορισμός της διακίνησης και της εμβέλειας των ανατρεπτικών ιδεών, εκείνων που μετατρεπόμενες σε υλική δύναμη αμφισβητούν, λιγότερο ή περισσότερο, το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Στη χώρα μας η ποινικοποίηση των ριζοσπαστικών ιδεών έχει μεγάλη ιστορία. Στο πνεύμα της αντικομμουνιστικής νομοθεσίας, ο Α.Ν. 509/1947 «περί μέτρων Ασφαλείας του κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» όριζε στο άρθρο 2 ότι «όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του πολιτεύματος του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους ή όλου της επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν, τιμωρείται εάν μεν είναι αρχηγός ή οδηγός δια της ποινής των προσκαίρων δεσμών, εις ιδίως δε βαρείας περιπτώσεις δια της ποινής των ισοβίων δεσμών ή του θανάτου, εάν δε είναι απλούς συστασιώτης δια ποινής φυλακίσεως, εις ιδίως δε βαρείας περιπτώσεις δια της ποινής ειρκτής ή των προσκαίρων δεσμών». Ο νόμος αυτός καταργήθηκε το 1974 με το άρθρο 3 του ν.δ. 59/1974.
Σήμερα, στοιχεία δίωξης του φρονήματος υπάρχουν κυρίως στα εγκλήματα επιβουλής της δημόσιας τάξης (181 επ. ΠΚ). Μόλις πρόσφατα το αδίκημα της προσβολής συμβόλων του Ελληνικού κράτους (181 ΠΚ) χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή διαμαρτυρίας υπέρ της ελευθερίας διαδικτυακής έκφρασης και για την ποινική δίωξη συντρόφων. Αλλά και τα υπόλοιπα αδικήματα του ίδιου κεφαλαίου του ΠΚ, όπως η διέγερση (183 ΠΚ), η πρόκληση / διέγερση με οποιονδήποτε τρόπο σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (184 ΠΚ), ο έγκωμιασμός κακουργήματος (185 ΠΚ), η διατάραξη της ειρήνης των πολιτών (190 ΠΚ), η διασπορά ψευδών ειδήσεων (191 ΠΚ) καθώς και τα αδικήματα κατά της τιμής έχουν πολλάκις χρησιμοποιηθεί για φρονηματικές διώξεις, περιορισμό της κυκλοφορίας των ριζοσπαστικών ιδεών και καταστολή της πολιτικής ανυπακοής. Εκκρεμεί άλλωστε και η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της απόφασης πλαίσιο της ΕΕ (2008/919/ΔΕΥ) που ποινικοποιεί τη «δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος», όπου «δημόσια πρόκληση» θεωρείται «η διάδοση ή με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση ενός μηνύματος προς το κοινό, με πρόθεση την υποκίνηση σε τέλεση» ενός από τα τρομοκρατικά αδικήματα που περιγράφονται στην προηγούμενη απόφαση πλαίσιο του 2002 (2002/475/ΔΕΥ).
Η οποιαδήποτε κρατική λογοκρισία πάντα θα έχει ως στόχο τις ιδέες, που τη θέτουν σε κίνδυνο. Είναι λοιπόν προφανές ότι οποιαδήποτε συρρίκνωση της ελευθερίας του λόγου με το πρόσχημα της καταπολέμησης του ρατσισμού έχει ως στόχο τη διάχυση των ριζοσπαστικών ιδεών του ανταγωνιστικού κινήματος, κάτι που δεν πρόκειται να επιτρέψουμε. Ακόμα όμως και αν τρέφουμε αυταπάτες περί του αντιθέτου, για εμάς ο σκοπός ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα. Η κρατικά επιβαλλόμενη ανελευθερία του λόγου δεν είναι όπλο κατά του ναζισμού, γιατί αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως εκ φύσεως ετερόνομους και αδύναμους να σκεφτούν κριτικά. Σε πείσμα του επεκτεινόμενου κοινωνικού εκφασισμού το στοίχημα για εμάς πρέπει να παραμείνει η αποστροφή του ναζισμού για την πλειοψηφία της κοινωνίας ως ίδιον του ελεύθερου ανθρώπου. Και είναι τότε – σε συνθήκες ελευθερίας – που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ραούλ Βάνεγκεμ (2003) «(η) ελευθερία της έκφρασης θα πάψει να είναι το υποκατάστατο της ελευθερίας του πράττειν, όταν η ζωντάνια και η ενεργητικότητα, που κρύβει, θα προλαμβάνουν και θα αποθαρρύνουν τις παραποιήσεις, επιφέροντας την αντιστοιχία ανάμεσα στην αδελφοσύνη των λέξεων και την αδελφοσύνη των ανθρώπων».
2 Νοεμβρίου, 2013 στο 9:16 μμ |
[…] Πηγή : inlovewithlife […]