Κοινωνία & Κάμερες : Φάκελος Ελλάδα (2)

by

Ιδού το περίφημο Ζ�πελιν - Κάντου και συ κωλόχερο

Η Νομική Διάσταση του Θέματος

Το χρονικό της νομικής διαμάχης γύρω από το θέμα των καμερών είναι πολύ ενδιαφέρον και ελάχιστα γνωστό. Αποκαλύπτει δε και στους πιο δύσπιστους ποιες είναι οι πραγματικές, καθόλου βέβαια αθώες, προθέσεις της εξουσίας για τις χρήσεις των καμερών. Το χρονικό εμπεριέχει δικαστικούς αγώνες πολιτών και οργανώσεων ενάντια στις κάμερες, νομικές ενέργειες του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά και 4 αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), που τέμνουν αποφασιστικά το θέμα. Οι αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κυρίως για το ειδικό βάρος που φέρουν.

Στις 6 Απριλίου 2004 και ύστερα από γνωστοποίηση της Διεύθυνσης Ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων η ΑΠΔΠΧ εγκρίνει για περιορισμένο χρονικό διάστημα τη νομιμότητα του συστήματος C4I υπό τους όρους να μην γίνεται λήψη και καταγραφή εικόνων της εισόδου ή του εσωτερικού κατοικιών, να μην διεξάγεται λήψη και ακρόαση συνομιλιών, να γίνεται ενημέρωση των πολιτών για τη βιντεοσκόπησή τους και για το σκοπό αυτής, όταν εισέρχονται σε χώρο καμερών και να διατηρούνται τα καταγεγραμμένα δεδομένα μέχρι και επτά (7) ημέρες. Σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης «(δ)εδομένης της ανάγκης για ασφαλή και επιτυχή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων καθώς και του μεγάλου αριθμού επισκεπτών, η εξυπηρέτηση των αναγκών της κυκλοφορίας καθώς και η εξασφάλιση της προστασίας των προσώπων κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων 2004 αποτελούν προτεραιότητα». Η έγκριση λοιπόν για το σκοπό ελέγχου της κυκλοφορίας και προστασίας προσώπων δίνεται εν όψει ειδικών και έκτακτων αναγκών και για περιορισμένο χρονικό διάστημα έως τη λήξη των αγώνων.

Στις 24 Νοεμβρίου και εν μέσω σοβαρών κοινωνικών και πολιτικών αντιδράσεων η ΑΠΔΠΧ ανανεώνει για 6 μήνες την άδεια λειτουργίας του συστήματος C4I αλλά καθορίζει ως μοναδικό σκοπό αυτής τον έλεγχο της κυκλοφορίας, θέτει τους ίδιους περιοριστικούς όρους λειτουργίας, ενώ δίνει εντολή στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης (ΥΔΤ) να θέσει εκτός λειτουργίας 32 κάμερες που βρίσκονται σε πάρκα, πλατείες και άλλους χώρους, όπου δεν γίνεται κυκλοφορία οχημάτων. Στην ετήσια έκθεσή της για το 2004 η Αρχή διαπιστώνει ύστερα από αυτοψία στο κέντρο ελέγχου του συστήματος στο ΘΕΠΕΚ ότι το ΥΔΤ συστηματικά παραβιάζει πολλούς από τους όρους που αυτή έχει θέσει με κυριότερο ότι δεν έχει εγκαταστήσει λογισμικό απόκρυψης εικόνων σε 49 κάμερες, με αποτέλεσμα να καταγράφουν εικόνες που ουδεμία σχέση δεν έχουν με την απόκρυψη της κυκλοφορίας, ότι λειτουργεί 13 από τις 32 κάμερες που είχαν τεθεί υπό απαγόρευση και ότι κατακρατά προσωπικά δεδομένα για χρόνο ανώτερο των 7 ημερών. Φυσικά, η Αρχή διαπιστώνει το αυτονόητο και μάλιστα ύστερα από σχεδιασμένη επίσκεψη στο κέντρο επιχειρήσεων, όπου οι υπάλληλοι του ΥΔΤ ήταν προετοιμασμένοι να λειτουργήσουν νομιμοφρόνως. Είναι όμως γεγονός ότι δεν υπάρχει διαδήλωση στην Αθήνα, κατά την οποία οι κάμερες να μην εστιάζουν στους διαδηλωτές, καταγράφοντας προφανώς όχι την «κυκλοφορία» αλλά χρησιμοποιώντας τα συστήματα παρακολούθησης για τον πραγματικό λόγο για τον οποίο εγκαταστάθηκαν.

Η πιο σημαντική απόφαση της ΑΠΔΠΧ έρχεται στις 12 Αυγούστου του 2005 μετά από έγγραφη αίτηση του ΥΔΤ, στην οποίο αυτό ζητά πλέον ευθέως τη διεύρυνση του σκοπού λειτουργίας του συστήματος C4I και συγκεκριμένα τη λειτουργία του μεταξύ των άλλων για την ειδική πρόληψη και εξιχνίαση σοβαρών αξιόποινων πράξεων, με ειδική μνεία στη δυνατότητα χρήσης του συστήματος κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων, και για τη διαχείριση σοβαρών περιστατικών ασφάλειας και κρίσεων. Τα προσχήματα πλέον δεν τηρούνται, το Υπουργείο δηλώνει ρητά ότι οι προθέσεις του για τη χρήση των καμερών δεν αφορούν τον έλεγχο της κυκλοφορίας αλλά τον έλεγχο των ζωών μας. Παρ’ όλες τις αντίθετες προβλέψεις των διαφόρων μμε, που δημιουργούν κλίμα πίεσης και εκβιασμού, η Αρχή απορρίπτει το αίτημα του ΥΔΤ περί διεύρυνσης του σκοπού και επιτάσσει την αφαίρεση των 32 καμερών σε πάρκα και πλατείες, που όλο αυτό το διάστημα λειτουργούν κανονικά κατά παράβαση των εντολών της. Τέλος, στις 7 Ιουλίου του 2006 η ΑΠΔΠΧ ανανεώνει ξανά την άδεια λειτουργίας του συστήματος για δύο χρόνια, πάντα όμως μόνο για τη διαχείριση της κυκλοφορίας.

Οι ιθύνοντες του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης δεν παραμένουν άεργοι. Εκτός από το γεγονός ότι παραβιάζουν συστηματικά την αστική νομιμότητα δίνοντας εντολές στους χειριστές του συστήματος να καταγράφουν αποδεδειγμένα και κινήσεις πολιτών, καταθέτουν και στο ΣτΕ αίτηση αναστολής της αφαίρεσης των 32 καμερών, την οποία και κερδίζουν, καθώς και αίτηση ακύρωσης της απόφασης της ΑΠΔΠΧ της 12 Αυγούστου 2005. Στην αίτηση ακύρωσης ακολουθούν την ίδια οργουελιανή αιτιολογία, ότι δηλαδή η χρήση των καμερών είναι απαραίτητη για την πρόληψη της εγκληματικότητας και την επιτήρηση της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Αυτές λοιπόν τις μέρες αναμένεται η απόφαση από τη συγκεκριμένη αίτηση ακύρωσης, μέσα σε κλίμα τρομουστερίας και αφόρητης πίεσης προς το ΣτΕ να ακυρώσει την απόφαση της ΑΠΔΠΧ και να την επαναφέρει στην «τάξη». Παρ’ όλα αυτά, η έκθεση της εισηγήτριας Συμβούλου Ειρήνης Σαρπ προς την ολομέλεια του ΣτΕ είναι αρνητική και ζητεί τη μη ακύρωση της απόφασης (κατά κανόνα το δικαστήριο ακολουθεί την άποψη που εκφράζει η εισήγηση). Εντούτοις και εν όψει των πολλαπλών πιέσεων που δέχεται και του τρομολαγνικού κλίματος που καλλιεργείται, το ΣτΕ ενδέχεται να υποκύψει στις πιέσεις και να παραβεί τον άτυπο αυτό κανόνα.

Είναι τελικά οι κάμερες νόμιμες;
Ακόμη και με την υπάρχουσα αστική νομιμότητα το νόμιμο λειτουργίας του συστήματος C4I είναι ζωηρά αμφισβητήσιμο. Η εγκαθίδρυση ενός καθολικού συστήματος μαζικής παρακολούθησης του πληθυσμού αποτελεί φαινόμενο ασύμβατο και μη ανεκτό για το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο δικαιϊκό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου φαινομένου τα αστικά δικαιώματα και οι ελευθερίες, τα οποία παραδοσιακά θεμελιώθηκαν ως ασπίδα προστασίας του πολίτη στην εξουσιαστική αυθαιρεσία του κράτους, πλήττονται ανεπίτρεπτα στον πυρήνα τους και ουσιαστικά εκμηδενίζονται. Επίσης, ο καθαγιασμός της δημόσιας ασφάλειας και η ανάρτησή αυτής ως της ύψιστης αξίας του πολιτεύματος, εν όψει της οποίας όλες οι άλλες αξίες και αρχές περιστέλλονται, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά με βάση το παραδοσιακό «φιλελεύθερο» σύστημα δικαίου.

Από συνταγματική σκοπιά η υπόθεση των καμερών αποτελεί κλασσική περίπτωση στάθμισης από τη μία των ατομικών δικαιωμάτων της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5 § 1 Συντάγματος), της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 Σ), του απορρήτου (άρθρο 19 Σ) και της προστασίας του ατόμου από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 9Α Σ) και από την άλλη του εννόμου αγαθού της δημόσιας ασφάλειας. Η δημόσια ασφάλεια είναι η κατεξοχήν ασαφής και ακαθόριστη νομική έννοια, υπό το πέπλο της οποίας καλύπτονται πάντα οι επελάσεις των απολυταρχικών καθεστώτων στην ατομική σφαίρα. Στην περίπτωση των καμερών η επίκλησή της για τον βάναυσο και ολοκληρωτικό περιορισμό των παραπάνω δικαιωμάτων χωρίς την τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας αντίκειται στο πνεύμα και στο γράμμα του Συντάγματος και ισοδυναμεί με διατάραξη της Συνταγματικής τάξης και προσβολή του πολιτεύματος. Επομένως η καθολική επιτήρηση των πολιτών για λόγους δημόσιας ασφάλειας είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα ανεπίτρεπτη.

Ακόμη όμως και να γίνει δεκτή η χρήση των καμερών για λόγους που δεν προσβάλλουν ανεπίτρεπτα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως η διαχείριση της κυκλοφορίας, ο απλός νόμος θέτει περαιτέρω περιορισμούς. Το νομικό πλαίσιο που εξεδικεύει το συνταγματικό δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών θεσπίζει την άρση του απορρήτου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για λόγους δημόσιας ασφάλειας και για τη διακρίβωση ορισμένων κακουργημάτων και μόνο ύστερ’ από άδεια της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η καταγραφή ήχου από τα ειδικά υπερευαίσθητα μικρόφωνα που πάντως φέρουν οι κάμερες παρακολούθησης του C4I απαγορεύεται, οι παραβάτες τιμωρούνται με διοικητικές, αστικές και ποινικές κυρώσεις, ενώ τυχόν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν δικαστικά. Επίσης, σύμφωνα με την νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η επεξεργασία εικόνας από τις κάμερες του C4I είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή, εφόσον τηρούνται η αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και υπό τους αυστηρούς όρους του Ν. 2472/97. Κατά την αρχή της αναγκαιότητας η επεξεργασία επιτρέπεται, εφόσον ο σκοπός της δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξ ίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή μέσα, ενώ κατά την αρχή της αναλογικότητας ο λόγος επεξεργασίας πρέπει να υπερέχει καταφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των παρακολουθούμενων και χωρίς να βλάπτονται οι προσωπικές τους ελευθερίες.

Υπάρχουν αποφάσεις δικαστηρίων και συστάσεις διεθνών οργανισμών που ερμηνεύουν φιλελεύθερα τις σχετικές αξίες και αρχές. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ Peck v UK ζήτημα προσβολής του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής στον πυρήνα του μπορεί να τεθεί εφόσον η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι «συστηματική ή συνεχής», όπως συμβαίνει με τη χρήση συστημάτων δημόσιας παρακολούθησης CCTV. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 4/2004 των διευθυντών των ΑΠΔΠΧ της ΕΕ (Article 29 Working Party), «η υπερβολική εξάπλωση των συστημάτων εικονοληψίας σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους δεν πρέπει να οδηγεί σε αδικαιολόγητους περιορισμούς των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών. Σε αντίθετη περίπτωση, οι πολίτες ενδέχεται να υποβάλλονται σε δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό διαδικασίες συλλογής δεδομένων που θα τους καθιστούν μαζικά αναγνωρίσιμους σε διάφορους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους». Σύμφωνα επίσης με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (απόφαση ασφαλιστικών μέτρων 2765/2005), με την οποία αναστάλθηκε προσωρινά η λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης της Πάτρας «η λειτουργία των καμερών προσβάλλει παράνομα το δικαίωμα της προσωπικότητας (…) των πολιτών, διότι τους θέτει υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωση της προσωπικότητάς τους και τους παρεμποδίζει στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητάς τους. Η αίσθηση του πολίτη ότι είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται υπό παρακολούθηση σίγουρα επηρεάζει τη συμπεριφορά του κατά τρόπο αντιτιθέμενο σε βασικές αξιολογήσεις μίας δημοκρατικής εννόμου τάξεως». Τέλος. όπως αποδέχεται και η ΑΠΔΠΧ στην σημαντική απόφαση της 12 Αυγούστου 2005, περιστολή ατομικών ελευθεριών στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας «μπορεί να αναγνωρίζεται, υπό αυστηρές θεσμικές εγγυήσεις, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης», όπως πχ ήταν οι ολυμπιακοί αγώνες (πάντα κατά την αξιολόγηση της Αρχής).

Μένει να δούμε ποια θα είναι η απόφαση του ΣτΕ επί του θέματος και αν θα κινείται στην κατεύθυνση προστασίας των δικαιωμάτων μας ή αν θα επιτείνει την εξουσίαση των ζωών μας, θυσία στο βωμό μιας ακαθόριστης δημόσιας ασφάλειας και σε αιτιάσεις για την ύπαρξη έκτακτης ανάγκης. Άσχετα όμως από την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης το ζήτημα παραμένει. Βρισκόμαστε σε καθεστώς διαρκούς έκτακτης ανάγκης, λόγω της οποίας δικαιολογείται η περιστολή των ατομικών και κοινωνικών μας δικαιωμάτων; Είναι η δημόσια ασφάλεια το υπέρτατο έννομο αγαθό, από το οποίο εκτοπίζονται όλα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων;

Δημοσίευμα στην Ελευθεροτυπία με φωτογραφία οπού απεικονίζει καθαρά την κάμερα να καταγράφει φοιτητική πορεία

2 Σχόλια to “Κοινωνία & Κάμερες : Φάκελος Ελλάδα (2)”

  1. Ο κ. Σανιδάς & οι Κουκούλες Ή αλλιώς BIG BROTHER STATE « IN LOVE WITH LIFE Says:

    […] τη νομική πτυχή του θέματος δείτε παλιότερα άρθρα εδώ, εδώ και εδώ. Γιατί η νομική άποψη που εκφράζει ο κ. Σανιδάς […]

  2. IN LOVE WITH LIFE Says:

    […] χρονικό) : Ελλάδα και Κάμερες : Χρονικό και Θεωρία (1) Ελλάδα και Κάμερες : Χρονικό και Θεωρία (2) Ελλάδα και Κάμερες : Χρονικό και Θεωρία (3) Η Εξωφρενική […]

Αφήστε απάντηση στον/στην IN LOVE WITH LIFE Ακύρωση απάντησης